- τετημελημένον
- τημελέωtake care ofperf part mp masc acc sgτημελέωtake care ofperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπινής — εὐπινής, ές (Α) 1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι 2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός 3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής 4. (για ύφος) απλό, αφελές 5. (κατά τον … Dictionary of Greek